ἐπεσήμανε

ἐπεσήμανε
ἐπεσήμᾱνε , ἐπισημαίνω
mark
aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • εμπειριοκριτικισμός — Γερμανική φιλοσοφική θεωρία, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι υπήρξαν ο Αβενάριος και ο Μαχ. Η θεωρία αυτή δέχεται ως σκοπό της γνωσιολογίας την αποκατάσταση της καθαρής εμπειρίας, απαλλαγμένης από κάθε μεταφυσική αντίληψη. Απομακρύνεται, συνεπώς,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • διάκριση εξουσιών — Νομική έννοια που υποδηλώνει τη διαίρεση των εξουσιών του κράτους σε τρεις μορφές: τη νομοθετική, τη δικαστική και τη διοικητική ή εκτελεστική. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη για τη διάκριση σε δύο μορφές, τη νομοθετική και την εκτελεστική… …   Dictionary of Greek

  • Μάσλοου, Άμπρααμ Χάρολντ — (Abraham Harold Maslow, Νέα Υόρκη 1908 – Καλιφόρνια 1970). Αμερικανός ψυχολόγος. Φοίτησε στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης και στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, όπου απέκτησε πτυχίο ψυχολογίας (1930), μεταπτυχιακό (1931) και διδακτορικό τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… …   Dictionary of Greek

  • Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… …   Dictionary of Greek

  • προσωκρατικοί — Έτσι ονομάζονται οι Έλληνες φιλόσοφοι που έζησαν πριν από τον Σωκράτη, δηλαδή μεταξύ 7ου και 5ου αι. π.Χ. Ο χαρακτηρισμός αυτός επικράτησε στη συνήθη χρήση, κυρίως γιατί για πολύ καιρό υπήρχε η γνώμη ότι ήταν δικαιολογημένος όχι μόνο από… …   Dictionary of Greek

  • Τουχατσέφσκι, Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς — (1893 – 1937). Σοβιετικός στρατάρχης. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια ευγενών του Σμολένσκ και σπούδασε στη Στρατιωτική σχολή της Μόσχας. Πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση προσχώρησε στο κομουνιστικό κόμμα.… …   Dictionary of Greek

  • τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”